- στονόεις
- και στενόεις -εσσα, -εν, Α1. αυτός που προκαλεί κλάμα με αναστεναγμούς (α. «στονόεντος ἐν τομᾷ σιδάρου» Σοφ.β. «στονόεσσα πλαγά», Αισχύλ.γ. «βέλεα στονόεντα», Ομ. Ιλ.)2. γεμάτος στεναγμούς, θλιβερός, θρηνώδης (α. «Παιὰν δὲ λάμπει στονόεσσα τε γῆρυς ὅμαυλος», Σοφ.β. «ἀοιδοὺς οἵ τε στονόεσσαν ἀοιδὴν οἱ μὲν ἄρ' ἐθρήνεον», Ομ. Ιλ.)3. (το ουδ. ως επίρρ.) στονόενμε θρήνους, με στεναγμούς («πρόπασα δ' ἤδη στονόεν λέλακε χώρα», Αισχύλ.)4. φρ. α) «στονόεσσα ὄρνις» — το αηδόνι (Σοφ.)β) «στονόεις πορθμός» — θορυβώδης πορθμός, εκεί όπου βουίζει η θάλασσα (Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < στόνος + κατάλ. -όεις*].
Dictionary of Greek. 2013.